- βουητό
- τοβλ. βοητό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουητό — το και βουητός, ο η βοή … Dictionary of Greek
ανεμοσουρίζω — (γιά άνεμο) πνέω σφοδρά και με βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + σουρίζω < σφυρίζω] … Dictionary of Greek
αντίβουο — το 1. αντήχηση βοής, βουητού 2. βουητό που έρχεται από μακριά … Dictionary of Greek
βούισμα — το 1. βοή, βουητό 2. δυσφημιστική ή αποδοκιμαστική διάδοση εις βάρος κάποιου … Dictionary of Greek
βροντισμός — ο [βροντίζω] 1. βουητό 2. γδούπος … Dictionary of Greek
μελισσολόι — το 1. σμήνος, σμάρι μελισσών, μελίσσι 2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.) 3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + λόι*] … Dictionary of Greek
μουγκισμός — ο (Μ μουγκισμός) [μουγκίζω] 1. δυνατός θόρυβος, βοή, βουητό 2. μούγκρισμα 3. (γενικά) παρατεταμένη υπόκωφη φωνή ζώου … Dictionary of Greek
ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση … Dictionary of Greek
στοναχή — η, ΝΑ, και στεναχή, Α το να στενάζει κανείς, στεναγμός, θρήνος με αναστεναγμούς αρχ. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω (πρβλ. ἰαχή). Ο φωνηεντισμός τού τ. στοναχή κατά το στόνος] … Dictionary of Greek
στόνος — ὁ, Α 1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ. β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον τού στένω* (πρβλ. λέγω … Dictionary of Greek